καυτηριάζω — καυτηριάζω, καυτηρίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καυτηριάζω — (ΑΜ καυτηριάζω) [καυτήρας] 1. ιατρ. καίω με τον καυτήρα ή με πυρακτωμένο σίδερο πάσχοντες ιστούς τού σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς, ενεργώ ιατρική καυτηρίαση 2. σχηματίζω με πυρακτωμένο σίδερο ένα σημάδι πάνω στο σώμα ζώου ή και ανθρώπου,… … Dictionary of Greek
καυτηριάσω — καυτηριάζω brand aor subj act 1st sg καυτηριάζω brand fut ind act 1st sg καυτηριάζω brand aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτηριῶν — καυτηριάζω brand fut part act masc voc sg καυτηριάζω brand fut part act neut nom/voc/acc sg καυτηριάζω brand fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκαυτηριασμένα — καυτηριάζω brand perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκαυτηριασμένᾱ , καυτηριάζω brand perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκαυτηριασμένᾱ , καυτηριάζω brand perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτηριαζομένων — καυτηριάζω brand pres part mp fem gen pl καυτηριάζω brand pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτηριαζόμενον — καυτηριάζω brand pres part mp masc acc sg καυτηριάζω brand pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτηριάζουσι — καυτηριάζω brand pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καυτηριάζω brand pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκαυτηριασμέναι — καυτηριάζω brand perf part mp fem nom/voc pl κεκαυτηριασμένᾱͅ , καυτηριάζω brand perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκαυτηριασμένον — καυτηριάζω brand perf part mp masc acc sg καυτηριάζω brand perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)